(...) κρύο τόσο που θά ‘λεγε κανείς ότι και ο Θεός κάποτε – κάποτε θέλοντας να επιστήση την προσοχή μας στη Μηδαμηνότητά μας, θα μας ανατρέψη από στιγμή σε στιγμή...
... Κύριε ταγματάρχα, είναι ντροπή αλλά έχω κάτι να σου πω...
λίγο ψωμί θέλω γιατί δεν έφαγα σήμερα καθόλου... Κύριε ταγματάρχα, άρχισε να λέγει με δάκρυα, θα σου πω κάτι που δεν θα το πιστέψεις. Σήμερα το πρωί, σηκώθηκα, δεν βρήκα τίποτα να δώσω στα μουλαράκια μου, δεν είχα ούτε χλωρά ξύλα, ούτε σανό ούτε ένα άχυρο...
λίγο ψωμί θέλω γιατί δεν έφαγα σήμερα καθόλου... Κύριε ταγματάρχα, άρχισε να λέγει με δάκρυα, θα σου πω κάτι που δεν θα το πιστέψεις. Σήμερα το πρωί, σηκώθηκα, δεν βρήκα τίποτα να δώσω στα μουλαράκια μου, δεν είχα ούτε χλωρά ξύλα, ούτε σανό ούτε ένα άχυρο...
Τα μουλάρια μου μόλις μπήκα να τα σαμαρώσω, κατάλαβα ότι κλαίγανε τα καϋμένα για να τους δώσω κάτι και να μπούμε στο δρόμο...
Άι, δεν είχα τίποτε, μόνο μια κουραμάνα που θα ‘τρωγα. Γυρίζω, παίρνω το ψωμί από το σακίδιο, το μοιράζω το μισό έδωσα σε κάθε ένα, μ’ αυτό το ψωμί είναι τα ζώα μου όλη τη μέρα εγώ δε νηστικός από φαΐ και ψωμί μόνο το τσάι έφαγα στας 4 το πρωί που φόρτωσα...
Πολύ καλά έκαμες παιδί μου του λέγω... έτσι κάνουν όσοι πονούν τα ζώα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου