Η ποίηση ζει από αέναη αϋπνία.
René Char
Ζακμάρ και Ζυλιά
Το «Ζακμάρ και Ζυλιά» είναι ένα πεζό ποίημα που αποτελείται από πέντε στροφές. Η κάθε στροφή (εκτός από την τελευταία) αρχίζει με το ίδιο μοτίβο. Δεσπόζει δηλαδή μια εμμονή η οποία εκφράζεται με την επανάληψη ενός στοιχείου της θνητής φύσης (αντιπροσωπεύεται εδώ από τη λέξη χορτάρι). Από αυτή την εμμονή, το ποίημα αναβλύζει σαν μια ακτίνα μέσα από εικόνες, σαν μέσα από μια νοσταλγική ανάμνηση ενός χαμένου παραδείσου όπου φαίνεται η παρουσία του ανθρώπου και οι ελπίδες του.
Άλλοτε το χορτάρι, την ώρα που οι δρόμοι της γης συμφωνούν στην παρακμή τους, ύψωνε απαλά τους μίσχους του και άναβε το φως του. Οι καβαλάρηδες της μέρας γεννιούνταν στο βλέμμα του έρωτά τους και οι πύργοι των αγαπημένων τους¹ μέτραγαν περισσότερα παράθυρα απ’ όσες μικρές θύελλες φέρνει η άβυσσος.
Άλλοτε το χορτάρι γνώριζε χίλιους κανόνες που με τίποτα δεν έρχονταν σ’ αντίθεση μεταξύ τους. Ήταν ο σωτήρας των βουτηγμένων στα δάκρυα ανθρώπων. Παραμύθιαζε² τα ζώα, έδινε καταφύγιο στη πλάνη. Το εύρος του συγκρινόταν με τον ουρανό που νίκησε το φόβο του χρόνου και ελάττωσε τον πόνο.
Άλλοτε το χορτάρι ήταν καλό για τους τρελούς και εχθρικό στο δήμιο. Συνοδοιπορούσε με την αρχή του παντός. Τα παιχνίδια που επινοούσε είχαν φτερά στο χαμόγελό τους (παιχνίδια ξεχασμένα και πρόσκαιρα). Δεν ήταν σκληρό για κανέναν από αυτούς που έχαναν το δρόμο τους και εύχονταν ποτέ να μην τον ξαναβρούν.
Άλλοτε το χορτάρι είχε αποφανθεί πως η νύχτα αξίζει λιγότερο από την εξουσία της, πως οι πηγές δεν περιπλέκουν χωρίς λόγο την πορεία τους, πως ο σπόρος που πέφτει κάτω βρίσκεται σχεδόν στο ράμφος του πουλιού. Άλλοτε, γη και ουρανός μισούνταν όμως ουρανός και γη ζούσαν.
Η ακατάσβεστη ξηρασία φεύγει. Ο άνθρωπος είναι ένας ξένος για την αυγή. Όμως στην πορεία της ζωής που δεν μπορεί ακόμη κανείς να φανταστεί, υπάρχουν επιθυμίες που πάλλονται, ψίθυροι που αντιμάχονται και παιδιά σώα και αβλαβή που ανακαλύπτουν.
René Char
Ζακμάρ και Ζυλιά
Το «Ζακμάρ και Ζυλιά» είναι ένα πεζό ποίημα που αποτελείται από πέντε στροφές. Η κάθε στροφή (εκτός από την τελευταία) αρχίζει με το ίδιο μοτίβο. Δεσπόζει δηλαδή μια εμμονή η οποία εκφράζεται με την επανάληψη ενός στοιχείου της θνητής φύσης (αντιπροσωπεύεται εδώ από τη λέξη χορτάρι). Από αυτή την εμμονή, το ποίημα αναβλύζει σαν μια ακτίνα μέσα από εικόνες, σαν μέσα από μια νοσταλγική ανάμνηση ενός χαμένου παραδείσου όπου φαίνεται η παρουσία του ανθρώπου και οι ελπίδες του.
Άλλοτε το χορτάρι, την ώρα που οι δρόμοι της γης συμφωνούν στην παρακμή τους, ύψωνε απαλά τους μίσχους του και άναβε το φως του. Οι καβαλάρηδες της μέρας γεννιούνταν στο βλέμμα του έρωτά τους και οι πύργοι των αγαπημένων τους¹ μέτραγαν περισσότερα παράθυρα απ’ όσες μικρές θύελλες φέρνει η άβυσσος.
Άλλοτε το χορτάρι γνώριζε χίλιους κανόνες που με τίποτα δεν έρχονταν σ’ αντίθεση μεταξύ τους. Ήταν ο σωτήρας των βουτηγμένων στα δάκρυα ανθρώπων. Παραμύθιαζε² τα ζώα, έδινε καταφύγιο στη πλάνη. Το εύρος του συγκρινόταν με τον ουρανό που νίκησε το φόβο του χρόνου και ελάττωσε τον πόνο.
Άλλοτε το χορτάρι ήταν καλό για τους τρελούς και εχθρικό στο δήμιο. Συνοδοιπορούσε με την αρχή του παντός. Τα παιχνίδια που επινοούσε είχαν φτερά στο χαμόγελό τους (παιχνίδια ξεχασμένα και πρόσκαιρα). Δεν ήταν σκληρό για κανέναν από αυτούς που έχαναν το δρόμο τους και εύχονταν ποτέ να μην τον ξαναβρούν.
Άλλοτε το χορτάρι είχε αποφανθεί πως η νύχτα αξίζει λιγότερο από την εξουσία της, πως οι πηγές δεν περιπλέκουν χωρίς λόγο την πορεία τους, πως ο σπόρος που πέφτει κάτω βρίσκεται σχεδόν στο ράμφος του πουλιού. Άλλοτε, γη και ουρανός μισούνταν όμως ουρανός και γη ζούσαν.
Η ακατάσβεστη ξηρασία φεύγει. Ο άνθρωπος είναι ένας ξένος για την αυγή. Όμως στην πορεία της ζωής που δεν μπορεί ακόμη κανείς να φανταστεί, υπάρχουν επιθυμίες που πάλλονται, ψίθυροι που αντιμάχονται και παιδιά σώα και αβλαβή που ανακαλύπτουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου