Παρασκευή, Μαρτίου 03, 2006

Στο Portobello, εκεί, λίγο έξω από το Εδιμβούργο

Ας αφήσουμε πίσω το Εδιμβούργο. Μου έλειψε η θάλασσα. Κι εδώ, είπα, βάζοντας το δάχτυλο στα ανατολικά του χάρτη της πόλης, δείχνει να έχει μια τεράστια παραλία. H Mari έγνεψε ΟΚ και χαμογέλασε με την ιαπωνική της ευγένεια. Αν θες να δεις θάλασσα θα σε συνοδέψω, μου είπε. Είχαμε περάσει πέντε μέρες στο Εδιμβούργο και θα φεύγαμε πίσω στο Λονδίνο το ίδιο απόγευμα.

Εκείνη την Κυριακή του Μαΐου η βροχή έπαιζε κρυφτό με έναν ήλιο βαριεστημένο, τα πολλά κρύα είχαν τελειώσει τη βάρδια τους και εκείνη είχε αποφασίσει να φορέσει σανδάλια.

Η απέραντη παραλία με την κάτασπρη αμμουδιά γιάτρεψε τα μάτια μου. Το βλέμμα θρονιάστηκε στον σκοτσέζικο ορίζοντα. Στα καφετιά νερά της θάλασσας έβλεπα ναυτικούς, λαθρέμπορους και μοναχούς να ανεβοκατεβάζουν τα φορτία τους από καράβια, δυο αιώνες πίσω. Και μετά, τα μάτια μου προσγειώθηκαν σε μια σειρά από ξανθά κεφάλια παιδιών που ξετρύπωναν λαίμαργα από την αμμουδιά κοχύλια και θαλασσινά.



Η Mari είχε βγάλει τα σανδάλια της και χάιδευε με τις πατούσες της την υγρή άμμο χαμογελώντας κάθε φορά που τα πόδια της βρέχονταν. Ο θαλασσινός αέρας παιχνίδιζε με τα σκουρόμαυρα ολόισια μαλλιά της κι εκείνη το χαιρόταν.

Οι δείκτες κοντά στις 11 το πρωί κι είχαμε περπατήσει ένα χιλιόμετρο. Οξυγόνο και ιώδιο γέμισαν τα πνευμόνια. Ήθελα καφέ. Ήθελε τσάι. Βρήκαμε μια απόμερη pub σχεδόν πάνω στην παραλία. Κίτρινα και κόκκινα δίχτυα ήταν απλωμένα στα γαλαζωπά ντουβάρια της κι ένα άλογο μασούσε την τροφή του κοντά στην πόρτα.



Δυο κοκκινοτρίχηδες Σκοτσέζοι πίσω από τη μπάρα σκούπιζαν αργά τα ποτήρια. Τα χέρια τους μαρτυρούσανε θάλασσα. Χαμογέλασαν φαρδιά πλατιά όταν άκουσαν για τσάι και καφέ. Σερβίρανε μόνο οινόπνευμα.

Μαζί με τις μπύρες ο ναυτικός-μπάρμαν έφερε και δυο μικρά ποτήρια ουίσκι. On the house. Πήγε στο CD player και χαμήλωσε τις γκάιντες που λαλούσανε.

Από που είστε, πώς από τα μέρη μας; Α, Ελλάδα. Olympiakos. Ιαπωνία, μμμ... πολύ δουλεύετε εκεί. Τι ουίσκι είναι αυτό; Πρώτα στα μάτια, μετά στον οισοφάγο και τα σπλάχνα να σμπαραλιάζονται γλυκά σε μια εσωτερική φωτίτσα.

Δεύτερη παρτίδα. Και οι πίπιζες να παίζουν. Να σου και τα σκοτσέζικα malt και έτσι τότε σε εκείνο το ταξίδι στην Κρήτη. Και τι λες που είναι δυνατό το ουίσκι. Έχεις πιει τσικουδιά; Και πώς τρώτε το σούσι; Και τι μουσική ακούς; Και πόσος κόσμος μένει στη Θεσσαλονίκη.



Σκάσανε μύτη και πέντε έξι ακόμη τύποι με τα φαρδιά τους τα χαμόγελα. Γίναμε ένα στην μπάρα της pub και η Mari, που με δυο μπύρες γινότανε λιάρδα, είχε αρχίσει να γελάει δυνατά σε κάθε αστείο της αντροπαρέας, αφήνοντας πίσω τις γιαπωνέζικες συστολές της. Σύντομα σερβίρανε fish'n chips, μπακαλιάρο και πατάτες στο τηγάνι τυλιγμένα σε χαρτί με μπόλικο ξύδι.

Το οινόπνευμα έτρεχε με τις μπάντες στις φλέβες, τα τσιγάρα πότιζαν τα ρούχα και θόλωναν τις κουβέντες. Σε μια στιγμή έκανα να δω το ρολόι. Κατέβασα με τη μία τη τελευταία γουλιά. Πέντε το απόγευμα και σε λιγότερο από μισή ώρα το τραίνο μας έφευγε.

Σε δυο λεπτά ένα ταξί ήταν έξω από την πόρτα της pub. Η αντροπαρέα δεν μας άφησε να πληρώσουμε ούτε μια λίρα Σκοτίας και βγήκε να μου σφίξει το χέρι, βάζοντας στο σάκο μου μια μπουκάλα malt και ένα CD με πίπιζες. Υποκλίθηκαν στην ασιατική ομορφιά της Mari και ξαναράδιασαν τα χαμόγελά τους.

Ξυπνήσαμε στο King's Cross και με ένα ανάλαφρο βήμα διασχίσαμε την πλατφόρμα. Τελικά ήταν καλή η ιδέα σου να δούμε τη θάλασσα, σφύριξε στο αυτί μου.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Μου θύμησες Σκοτία τώρα! Έκατσα χρόνια εκεί. Η ιστορία σου για τους τύπους που γνωρίσατε είναι τόσο μα τόσο χαρακτηριστική αυτού του λαού... Λες και είναι οι νότιοι του βορρά.