Ήταν τότε που η χώρα άφηνε πίσω της το ζιβάγκο και έβαζε το λευκό της πουκάμισο. Και με γραβάτα. Τότε που οι «κουτόφραγκοι» χάψανε την παραμύθα και μας δίνανε ECU με τη σέσουλα. Τότε που έφαγε η μύγα σίδερο και ο βιοτέχνης με χρυσά κουτάλια.
Ταξίδι στη Σουηδία πριν 20 χρόνια. Στην επιστροφή το πρώτο που με ρώτησε η μάνα μου ήταν αν έφαγα καλά. (Όχι, αντικείμενο δεν είναι η ψύχωση της γενιάς των γονιών μας). Αν μου ανταπέδωσαν τη φιλοξενία μας (βλέπε φορτηγά από μπιφτεκάκια και μπριζόλες στα κάρβουνα που εξαφανίζονταν εν ριπή οφθαλμού, η αλήθεια είναι).
«Μάνα, εκεί δεν κερνάνε αβέρτα – κουβέρτα. Εκεί δεν είναι Ελλάδα, δεν είναι Ελληνάρες, με ψυχή - και στομάχι - δέκα πατώματα, να φάει να σκάσει όλη η παρέα και τα ρέστα του μικρού με τις καράφες τα νερά.»
«Εκεί ο καθένας το πιάτο του. Μετρημένα. Οι μπουκιές να κατεβαίνουν αργά – αργά. Α – πο – λαυ – στι – κά . Κα μόνο αφού το μήνυμα φτάσει στον εγκέφαλο.»
- Και στο τέλος; με ρώτησε η μάνα.
- Τι στο τέλος; Είχα γίνει Ευρωπαίος και δεν ήξερα τι κάνετε εσείς, εδώ οι Ρωμιοί.
- Σε κέρασε κανένας εσένα, παιδί μου;
- Αααα. Ο καθένας βγάζει το κομπιουτεράκι από την τσέπη. Κι αρχίζει: τόσο τα νούντλς μου, τόσες οι μπουκιές από το ωμό το ψάρι, επί τόσο η μπουκιά. Σύνολο τόσο, αλλά μείον τόσο γιατί ήπια 2 γουλιές λιγότερο.
Η ελληνική ψυχή ξανα-θριάμβευε. Μπορεί να μην είχαμε πολλά χρόνια στην Ε.Ο.Κ. (το θυμάστε;), αλλά ήμασταν οι πραγματικοί άρχοντες.
Τώρα στο 2005 δεν ντρεπόμαστε να κοιτάμε τις τιμές. Σίγουρα δεν φτάνουμε στο να ακυρώνουμε τον οβελία. Αλλά δεν λιποθυμούμε, δεν κοκκινίζουμε από «εθνική ντροπή» όταν κανονίζουμε με το συγγενολόι.
Τόσο το κιλό το κατσίκι, τόσοι εμείς, βγάλε και τη Ζωή που δεν τρώει κρέας – τι θα το κάνουμε αυτό το παιδί; - τόσες οι μπύρες, μπα, πολλές είναι, βάλε και 10 μπουκάλια κόκκινο κρασί, θα σκάσεις χριστιανέ μου. Τόσα νοικοκυριά στην παρέα δια τόσο = τόσο. Οι καλοί λογαριασμοί, κάνουν τους καλούς φίλους. Και το κομπιουτεράκι στην αριστερή τσέπη του σακακιού…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου